∆ηµήτρης Κουτσογιάννης
Τοµέας Υδατικών Πόρων, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Συχνά η κάλυψη των ρεµάτων στις πόλεις προβλήθηκε σαν σωτήρια λύση για την αισθητική,
το περιβάλλον, και την υγεία.
Και σ’ αυτό υπάρχει ένα µέρος αλήθειας:
Όταν ένα ρέµα έχει
µετατραπεί σε αποδέκτη κάθε µορφής λυµάτων και αποβλήτων, η µετατροπή του σε υπόνοµο
είναι µια λύση.
Ήδη, στην αρχαία Αθήνα έχουµε τη µετατροπή του Ηριδανού σε οχετό.
Όµως, ακόµα καλύτερη λύση είναι η προστασία των ρεµάτων από τα λύµατα, που µπορεί να
επιτευχθεί µε κατάλληλα νοµοθετικά και τεχνικά µέσα, καθώς και αυστηρή επιτήρηση και
επιβολή ποινών στους ρυπαίνοντες.
Και πάλι στην Αρχαία Αθήνα συναντάµε την εφαρμογή
αυτής της λογικής: ο νόµος περί βυρσοδεψών απαγορεύει τη διάθεση αποβλήτων στον Ιλισό.
Στη σύγχρονη Αθήνα, αναµφίβολα έχει γίνει κατάχρηση της πρακτικής της κάλυψης των
ρεµάτων. Συνδυάστηκε δε πολύ καλά µε το «ψαλίδισµα» του δικτύου των φυσικών ρεµάτων·
εκπλήσσεται κανείς, αν δει ένα χάρτη των αρχών του 20ου αιώνα, µε το πόσο εκτεταµένο
ήταν αυτό το φυσικό δίκτυο.
Στο ψαλίδισµα και την κάλυψη των ρεµάτων πρωτοστάτησε η
«ιδιωτική πρωτοβουλία» των οικοπεδούχων αλλά και των καταπατητών οικοπεδικών
εκτάσεων.
Είναι όµως πιο απογοητευτικό το γεγονός ότι και το ελληνικό δηµόσιο,
εκφραζόµενο είτε µέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης, είτε µέσω της κεντρικής διοίκησης, έχει
συχνά συµπεριφερθεί σαν ένας κοινός καταπατητής.
Αφού δεν προνόησε, π.χ. µέσω
ρυθµιστικών σχεδίων, να χωροθετήσει περιοχές για δηµόσια χρήση, όπως πάρκα και οδικούς
άξονες, αδυνατώντας στη συνέχεια να επωµιστεί το κόστος των απαλλοτριώσεων που θα
απαιτούνταν για την εκ των υστέρων υλοποίησή τους, βρήκε πρόσφορη τη λύση της κάλυψης
των ρεµάτων και της µετατροπής τους σε οδικούς άξονες.
Έτσι, ο ιερός κατά τους αρχαίους
Ιλισός ποταµός µετατράπηκε τον 20ο αιώνα (µε εξαίρεση µικρό τµήµα κοντά στις εκβολές) σε
οχετό µε οδικό άξονα από πάνω του.
Πιο πρόσφατα, το ίδιο έχει δροµολογηθεί, και σε ένα
τµήµα εφαρµοστεί, και για το µεγαλύτερο ποτάµι της Αθήνας, τον Κηφισό, που δέχεται τα
νερά του συντριπτικά µεγάλου ποσοστού του Αθηναϊκού λεκανοπεδίου, καθώς και των
ορεινών όγκων της Πάρνηθας και της Πεντέλης.
Έτσι, θα πάψει σε λίγο η Αθήνα να δείχνει
ίχνη από τα φυσικά της ποτάµια.
Όλα θα έχουν γίνει οχετοί. Θα έχει όµως και άλλους οδικούς
άξονες για να κυκλοφορούν τα εκατοµµύρια των ιδιωτικών αυτοκινήτων των κατοίκων της,
µέσα σε ένα κυκλοφοριακό χάος που, σε πείσµα των νέων οδικών αξόνων, συνεχώς
επιτείνεται.
* Το άρθρο δηµοσιεύτηκε στην Εφηµερίδα Μαχητική του Μοσχάτου στις 8 Ιουνίου 2002.
2
Θα είναι πιο όµορφο το Αθηναϊκό τοπίο, χωρίς ίχνη από τις φυσικές κοίτες των ποταµιών
του, ακόµη και τις ελάχιστες που έχουν αποµείνει ακάλυπτες;
Μάλλον το αντίθετο.
Οι οδικοί
άξονες στη θέση των ποταµών, µάλλον ασχήµια προσθέτουν. Και παράλληλα αφαιρούν από
την πόλη κάτι απ’ τη φυσική και την ιστορική φυσιογνωµία της, και απ’ τους κατοίκους της
κάτι απ’ τη – µικρή έστω – σχέση τους µε τη φύση.
Μήπως, όµως, µε την κάλυψη ενός ποταµού αυξάνεται το επίπεδο ασφάλειας και δεν
κινδυνεύουµε πια από πληµµύρες; ∆υστυχώς και εδώ η απάντηση είναι αρνητική.
Είναι απλό
να καταλάβουµε ότι µια διατοµή ενός ποταµού χωρίς «οροφή» είναι υδραυλικά
πλεονεκτικότερη σε σύγκριση µε την ίδια διατοµή καλυµµένη από πάνω: οι τριβές που
δηµιουργούνται στην επαφή του νερού µε την πλάκα της «οροφής» µειώνουν την
παροχετευτική ικανότητα του ποταµού.
Στο µειονέκτηµα αυτό των σκεπασµένων ποταµών θα
πρέπει να προσθέσουµε και τη δυσκολία επιτήρησης και συντήρησης καθώς και της
αποκατάστασης βλαβών και της αποµάκρυνσης ξένων σωµάτων (π.χ. ενός αυτοκινήτου ή
µηχανήµατος) που τυχόν έχουν εισχωρήσει από την ανάντη ελεύθερη κοίτη στην κατάντη
σκεπασµένη κοίτη του ποταµού.
Μήπως όµως οι προβλέψεις που έγιναν για την παροχετευτική ικανότητα του Κηφισού (και
των άλλων ρεµάτων στην Αθήνα) είναι τέτοιες που να µη δηµιουργούν καµιά ανησυχία για
τους κατοίκους των γύρω περιοχών;
Μήπως δηλαδή οι διατοµές που κατασκευάζονται έχουν
τέτοια επάρκεια ώστε να επιτρέπουν την ασφαλή διοχέτευση κάθε πιθανής πληµµύρας;
Και
σε αυτά τα ερωτήµατα η απάντηση δεν µπορεί παρά να είναι αρνητική.
∆υστυχώς κανένα
έργο δεν µπορεί να είναι τόσο ασφαλές, ώστε να επαρκεί για κάθε πιθανή πληµµύρα.
Έτσι,
πρέπει να ορίσουµε ένα επίπεδο ασφάλειας που θεωρούµε ικανοποιητικό και να
προχωρήσουµε στη µελέτη του έργου µε αυτό το επίπεδο ασφάλειας.
Συνήθως στα
µεγαλύτερα υδραυλικά έργα, που είναι τα φράγµατα, το επίπεδο ασφάλειας είναι πολύ ψηλό:
αντέχουν σε πληµµύρες µε συχνότητα (ή ετήσιο ρίσκο) που, ανάλογα µε το φράγµα, ξεκινά
από 1:1000 και φτάνει ή ξεπερνά το 1:100.000.
Με άλλα λόγια, οι κατασκευές ασφάλειας
ενός φράγµατος µπορούν να διοχετεύσουν µια πληµµύρα τόσο µεγάλη, όσο αυτή που θα
συµβεί µια φορά στα 1000 χρόνια, ή ακόµη και µια φορά στα 100 000 χρόνια.
(Και αυτό ας
µη µας φαίνεται εξωφρενικά και ανώφελα υπερ-ασφαλές: η πληµµύρα που συµβαίνει µια
φορά στα 1000 χρόνια, µπορεί να συµβεί αύριο!)
Με αυτό τον τρόπο, για τις περιοχές που
βρίσκονται κατάντη των φραγµάτων αλλά και για τα ίδια τα φράγµατα επιτυγχάνεται ένα
ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας.
Στα αστικά έργα αποχέτευσης οµβρίων έχουν συχνά
υιοθετηθεί επίπεδα ασφάλειας πολύ µικρότερα, ή ετήσιο ρίσκο πολύ µεγαλύτερο που για
µικρά έργα κυµαίνεται από 1:5 µέχρι 1:10.
Και αυτό είναι σωστό, µε δεδοµένο ότι οι
καταστροφές που θα συµβούν αν «αστοχήσουν» αυτά τα µικρά έργα δεν θα είναι σπουδαίες.
Όµως η περίπτωση του Κηφισού είναι διαφορετική. ∆εν πρόκειται για µικρό έργο και τυχόν
«αστοχία» του, δηλαδή αδυναµία του να διοχετεύσει τη φυσική πληµµυρική παροχή, θα έχει
3
πολύ καταστρεπτικές συνέπειες.
Αν και δεν έχουν, όπως θα έπρεπε, γίνει προσοµοιώσεις
αυτού του απευκταίου ενδεχοµένου, στο οποίο ο σκεπασµένος Κηφισός θα µετατραπεί σε
«διώροφο» ποτάµι, µε το επιφανειακό, έξω από το καλυµµένο, τµήµα του να επεκτείνεται σε
µεγάλη έκταση, µπορούµε να εικάσουµε ότι θα υπάρξει εκατόµβη ανθρώπινων θυµάτων.
Αν
είναι έτσι τα πράγµατα, τότε για τον Κηφισό θα έπρεπε ίσως να υιοθετηθεί επίπεδο
ασφάλειας αντίστοιχο µε αυτό ενός φράγµατος (π.χ. 1:1000 ή αυστηρότερο).
Τότε όµως η
απαιτούµενη διατοµή θα είχε πολύ µεγάλο πλάτος, τα έργα θα είχαν δυσβάστακτο κόστος και
το κύριο µέληµά µας δεν θα ήταν πως θα «βολέψουµε» τον αυτοκινητόδροµο εις βάρος του
Κηφισού, αλλά πως θα χωρέσουµε τον Κηφισό, εις βάρος του παρόχθιου δρόµου. Εν όψει
αυτού του αδιεξόδου, υιοθετήθηκε επίπεδο ασφάλειας µόλις 1:50, και αυτό µε τις συνθήκες
της δεκαετίας του 1970.
Με τη σηµερινή έντονη αστικοποίηση, και αυτό το µη ικανοποιητικό
επίπεδο θα έχει κατεβεί, άγνωστο πόσο. Σε άλλες πόλεις υπήρξε µεγαλύτερη προνοητικότητα.
Στη Λάρισα, για παράδειγµα, τα έργα του Πηνειού µελετήθηκαν µε επίπεδο ασφάλειας
1:1000.
Συµπερασµατικά, το θέµα του Κηφισού, ως ποταµιού και όχι ως οδικού άξονα, είναι
ιδιαίτερα σοβαρό και µελετηµένο σε βαθµό τελείως αναντίστοιχο µε τη σοβαρότητά του.
Όσο
και αν τον Κηφισό τον έχουµε συνηθίσει σαν ένα ξεροπόταµο και όσο και να θέλουµε να τον
ξεχάσουµε «θάβοντάς» τον και µετατρέποντάς τον σε αυτοκινητόδροµο, δεν θα πάψει να
είναι ένα απειλητικό ποτάµι που πληµµυρίζει και σίγουρα θα µας θυµίζει κάθε τόσο την
παρουσία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου